- θυμῆρες
- θῡμῆρες , θυμαρήςsuiting the heartmasc/fem voc sg (epic ionic)θῡμῆρες , θυμαρήςsuiting the heartneut nom/voc/acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυμήρης — θυμήρης, ες (ΑΜ) θυμαρής* 1. τερπνός, ευχάριστος, θελκτικός 2. (στον Όμ. μόνο το ουδ. ως επίρ.) φρ. «θυμήρες κεράσασα» αφού ανακάτεψε το ζεστό νερό με κρύο, ώστε να τό δέχομαι ευχάριστα, Ομ. Οδ.). επίρρ... θυμήρως (Α) ευχάριστα, τερπνά. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μναρόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μαλακόν. ἡδύ, θυμῆρες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *μνιαρόν (μνjαρόν) < μνίον*] … Dictionary of Greek